- ἀντλητήριον
- ἀντλητήριοςofmasc acc sgἀντλητήριοςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TOLLENO — apud Plinium, l. 19. c. 4. Hortos villae iungendos non est dubium riguosque maxime habendos, si contingat praefiuô amne, si minus e puteo rotâ organisque pneumattcis, vel tollenonum haustu rigatos: Machina est ἀναν εύουϚα καὶ κατανεύουϚα, sursum… … Hofmann J. Lexicon universale
αγκλιστήρι — και αγλιστήρι, το η αγκλιά* (1). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. αντλητήριον. Ο μετασχηματισμός κατά τα παράγωγα των ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ιβάνη — ἰβάνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κάδος, ἀντλητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησύχ. ιβάνη και ίβανον συνδέονται με το ρ. είβω «διαχέω, επεκτείνομαι» … Dictionary of Greek
ԳԻՆԵՀԱՆ — ( ) NBH 1 0553 Chronological Sequence: 7c գ. ἁντλητήριον vas ad hauriendum, haustrum Անօթ հանելոյ զգինի ʼի կարասէ. *Կիւաթոն ... անգլիտէրիոն՝ գինեհամ է երկայնադաստակ որպէս զճաշակ վասն ʼի խորութենէ կարասոյն զգինի հանելոյ. Շիր. չափ եւ կշռ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)